νεφελοβατώ

νεφελοβατώ
(Μ νεφελοβατῶ, έω)- περπατώ πάνω στα σύννεφα
νεοελλ.
μτφ. είμαι έξω από την πραγματικότητα, αεροβατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + -βατώ (< -βάτης, < βαίνω), πρβλ. αερο-βατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”